„κατευθείαν“: επίρρημα κατευθείαν [katefˈθian]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) direkt, geradewegs direkt, geradewegs κατευθείαν κατευθείαν exemples πήγα κατευθείαν στο σπίτι ich bin direkt nach Hause gegangen πήγα κατευθείαν στο σπίτι