μέτρο
[ˈmetro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Maßουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέτρο βαθμός, μήκος, πλάτος, βάθοςμέτρο βαθμός, μήκος, πλάτος, βάθος
- Meterαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέτρο 100 εκατοστάμέτρο 100 εκατοστά
- Metermaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέτρο μεζούραμέτρο μεζούρα
- Maßnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτρο ενέργειαμέτρο ενέργεια
- μέτρο μουσ
- Versmaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέτρο ποιητικόμέτρο ποιητικό
exemples
- μέτραMaßeπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplAbmessungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- μέτραMaßnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- τετραγωνικό μέτροQuadratmeterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples