Bewährungsauflage
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μέτροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αναστολήςBewährungsauflage Rechtswesen | νομικός όροςJURBewährungsauflage Rechtswesen | νομικός όροςJUR