„καιρός“: αρσενικό καιρός [kjeˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zeit, Wetter Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich f καιρός χρόνος καιρός χρόνος Wetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n καιρός καιρικές συνθήκες καιρός καιρικές συνθήκες exemples τι καιρό κάνει; wie ist das Wetter? τι καιρό κάνει; με τον καιρό mit der Zeit με τον καιρό από καιρό σε καιρό von Zeit zu Zeit από καιρό σε καιρό πολύ(ν) καιρό lange πολύ(ν) καιρό πόσον καιρό; wie lange? πόσον καιρό; εδώ και λίγο καιρό seit Kurzem εδώ και λίγο καιρό κάθε πράγμα στον καιρό του alles zu seiner Zeit κάθε πράγμα στον καιρό του είσαι καιρό εδώ; bist du schon lange da? είσαι καιρό εδώ; καιρού επιτρέποντος solange das Wetter mitmacht καιρού επιτρέποντος καιρός ταξιδιού Reisewetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n καιρός ταξιδιού masquer les exemplesmontrer plus d’exemples