Traduction Grec-Allemand de "εργασία"

"εργασία" - traduction Allemand

εργασία
[erɣaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Arbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργασία
    Tätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργασία
    εργασία
  • Werkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    εργασία έργο
    εργασία έργο
exemples
  • εργασία ακριβείας
    Feinarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Präzisionsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργασία ακριβείας
  • εργασία ανάπτυξης
    Entwicklungsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργασία ανάπτυξης
  • εργασία γεωγραφίας
    Erdkundearbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργασία γεωγραφίας
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
αγροτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Landarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
αγροτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
λαθραία εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schwarzarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
λαθραία εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γραπτή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schreibarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
γραπτή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μηχανική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Maschinenarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
μηχανική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
διπλωματική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Diplomarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
διπλωματική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκπαιδευτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Aufklärungsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
εκπαιδευτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γεωργική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Feldarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
γεωργική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
καταστροφική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zerstörungswerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καταστροφική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ισόβια εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lebensaufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ισόβια εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εποχιακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Saisonarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
εποχιακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμονή με την εργασία
Arbeitswutθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμονή με την εργασία
εργαζόμενος σε προσωρινή εργασία
Zeitarbeitskraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
εργαζόμενος σε προσωρινή εργασία
νυχτερινή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nachtarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
νυχτερινή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
βοηθητική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Aushilfslohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βοηθητική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ικανός προς εργασία
ικανός προς εργασία
ειδικευμένη εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Handwerksberufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ειδικευμένη εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
άτομο ικανό προς εργασία
Erwerbsfähige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
άτομο ικανό προς εργασία
κατ’ οίκον εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Heimarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατ’ οίκον εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
κοινωνική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sozialarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
κοινωνική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικιακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hausarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικιακή εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :