εμμονή
[emoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hartnäckigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεμμονήBeharrlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεμμονήεμμονή
- Zwangsvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμμονή ψυχολογία | Psychologieψυχολεμμονή ψυχολογία | Psychologieψυχολ
exemples
-
- εμμονή με την εργασίαArbeitswutθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμμονή με την τάξηOrdnungsliebeθηλυκό | Femininum, weiblich f