„Hausarbeit“: Femininum, weiblich HausarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) οικιακή εργασία, δουλειά του σπιτιού οικιακή εργασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Hausarbeit δουλειάFemininum, weiblich | θηλυκό f του σπιτιού Hausarbeit Hausarbeit