„διακοπές“: πληθυντικός θηλυκού διακοπές [ðiakoˈpes, ðjakoˈpes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Urlaub, Ferien Urlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m διακοπές άδεια διακοπές άδεια Ferienπληθυντικός | Plural pl διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα exemples έχω διακοπές Ferien haben έχω διακοπές πάω διακοπές in Urlaub gehen πάω διακοπές κάνω διακοπές, περνώ τις διακοπές die Ferien verbringen κάνω διακοπές, περνώ τις διακοπές σχολικές διακοπές Schulferienπληθυντικός | Plural pl σχολικές διακοπές διακοπές των Χριστουγέννων Weihnachtsferienπληθυντικός | Plural pl διακοπές των Χριστουγέννων καλές διακοπές! schöne Feiertage! καλές διακοπές! διακοπές για γυμνιστές FKK-Urlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m διακοπές για γυμνιστές διακοπές για εκμάθηση γλώσσας Sprachurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m διακοπές για εκμάθηση γλώσσας διακοπές για σκι Skiurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m διακοπές για σκι διακοπές δράσηςπληθυντικός | Plural pl Abenteuerurlaubπληθυντικός | Plural pl διακοπές δράσηςπληθυντικός | Plural pl διακοπές της Πεντηκοστήςπληθυντικός | Plural pl Pfingstferienπληθυντικός | Plural pl διακοπές της Πεντηκοστήςπληθυντικός | Plural pl διακοπές της τελευταίας στιγμής Last-Minute-Reiseθηλυκό | Femininum, weiblich f διακοπές της τελευταίας στιγμής διακοπές φθινοπώρου Herbstferienθηλυκό | Femininum, weiblich f διακοπές φθινοπώρου masquer les exemplesmontrer plus d’exemples