άτομο
[ˈatomo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Personθηλυκό | Femininum, weiblich fάτομοάτομο
- Atomουδέτερο | Neutrum, sächlich nάτομο φυσάτομο φυσ
exemples
- κατ’ άτομο, το άτομοpro Person
- άτομαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μεγάλης ηλικίαςältere Personenπληθυντικός | Plural pl
- άτομο που δικαιούται πολιτικό άσυλοAsylberechtigte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples