βλέπω
[ˈvlepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <είδα; ειδώθηκα; ιδωμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- βλέπω
- betrachtenβλέπω παρατηρώβλέπω παρατηρώ
- untersuchenβλέπω γιατρόςβλέπω γιατρός