βαθμός
[vaθˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gradαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαθμός γενβαθμός γεν
- Ausmaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nβαθμός μέγεθοςβαθμός μέγεθος
- Rangαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαθμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατβαθμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Noteθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμός στο σχολείοZensurθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμός στο σχολείοβαθμός στο σχολείο
- Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαθμός αθλητισμός | Sportαθλβαθμός αθλητισμός | Sportαθλ