Traduction Grec-Allemand de "μάθημα"

"μάθημα" - traduction Allemand

μάθημα
[ˈmaθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Unterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μάθημα σε σχολείο, σε σχολή
    Stundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μάθημα σε σχολείο, σε σχολή
    μάθημα σε σχολείο, σε σχολή
  • Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μάθημα για προετοιμασία
    μάθημα για προετοιμασία
  • (Lehr-)Fachουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μάθημα κλάδος
    μάθημα κλάδος
  • Lektionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μάθημα σε βιβλίο
    μάθημα σε βιβλίο
  • Lehreθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μάθημα εμπειρία
    Lektionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μάθημα εμπειρία
    μάθημα εμπειρία
exemples
  • δίνω σε κπ ένα μάθημα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    jemandem eine Lektion erteilen
    δίνω σε κπ ένα μάθημα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • πήρε το μάθημά του μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    er hat seine Lektion gelernt
    πήρε το μάθημά του μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • μάθημα αυτοάμυνας
    Selbstverteidigungskursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μάθημα αυτοάμυνας
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
το πάθημά μου γίνεται μάθημα
το πάθημά μου γίνεται μάθημα
ιδιαίτερο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Einzelstundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einzelunterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ιδιαίτερο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
υπερεντατικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Intensivkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Crashkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υπερεντατικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στο μάθημα συνήθως λάμπει δια της απουσίας του
er glänzt im Unterricht gerne durch Abwesenheit
στο μάθημα συνήθως λάμπει δια της απουσίας του
ειδικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Leistungsfachουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Leistungskursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ειδικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
υποχρεωτικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Pflichtfachουδέτερο | Neutrum, sächlich n
υποχρεωτικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
απογευματινό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nachmittagsunterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
απογευματινό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σχολικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schulunterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
σχολικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
βαθμός στο μάθημα των γερμανικών
Deutschnoteθηλυκό | Femininum, weiblich f
βαθμός στο μάθημα των γερμανικών
το πάθημα μάθημα
aus Fehlern lernt man
το πάθημα μάθημα
ιδιαίτερο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nπληθυντικός | Plural pl
Nachhilfestundenπληθυντικός | Plural pl
ιδιαίτερο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nπληθυντικός | Plural pl
ταχύρρυθμο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schnellkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ταχύρρυθμο μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
δοκιμαστικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schnupperkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δοκιμαστικό μάθημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :