μάθημα
[ˈmaθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mμάθημα σε σχολείο, σε σχολήStundeθηλυκό | Femininum, weiblich fμάθημα σε σχολείο, σε σχολήμάθημα σε σχολείο, σε σχολή
- Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fμάθημα για προετοιμασίαμάθημα για προετοιμασία
- (Lehr-)Fachουδέτερο | Neutrum, sächlich nμάθημα κλάδοςμάθημα κλάδος
- Lektionθηλυκό | Femininum, weiblich fμάθημα σε βιβλίομάθημα σε βιβλίο
- Lehreθηλυκό | Femininum, weiblich fμάθημα εμπειρίαLektionθηλυκό | Femininum, weiblich fμάθημα εμπειρίαμάθημα εμπειρία
exemples
- πήρε το μάθημά του μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφer hat seine Lektion gelernt
- μάθημα αυτοάμυναςSelbstverteidigungskursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples