συγκριτικός
[siŋgritiˈkos], συγκριτική, συγκριτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vergleichendσυγκριτικόςσυγκριτικός
exemples
- συγκριτική γλωσσολογίαθηλυκό | Femininum, weiblich fvergleichende Sprachwissenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συγκριτικό πλεονέκτημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nWettbewerbsvorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συγκριτικός βαθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γραμματική | GrammatikγραμμKomparativαρσενικό | Maskulinum, männlich m