„άριστα“: επίρρημα άριστα [ˈarista]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ausgezeichnet, sehr gut, Eins ausgezeichnet άριστα άριστα sehr gut, Einsθηλυκό | Femininum, weiblich f άριστα βαθμός άριστα βαθμός exemples αυτή θα πάρει σίγουρα άριστα sie bekommt bestimmt eine Eins αυτή θα πάρει σίγουρα άριστα