ακούω
[aˈkuo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <ακούς; -σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hören (για von, über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ακούωακούω
- ακούω κάποιον
- gehorchen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat)ακούω υπακούωhören (αιτιατική | Akkusativakk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ακούω υπακούωακούω υπακούω
- sich anhörenακούω σιντί, επιχείρημα, ψέμαακούω σιντί, επιχείρημα, ψέμα