Rechtschreibprüfung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πρόγραμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ορθογραφικού ελέγχουRechtschreibprüfung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ProgrammRechtschreibprüfung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Programm
- ορθογραφικός έλεγχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mRechtschreibprüfung VorgangRechtschreibprüfung Vorgang