τελωνειακός
[teloniaˈkos], τελωνειακή, τελωνειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zoll-τελωνειακόςτελωνειακός
exemples
- τελωνειακές αρχέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplZollbehördeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- τελεωνειακή υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich fZollbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples