φορολογικός
[forolojiˈkos], φορολογική, φορολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Steuer-φορολογικόςφορολογικός
exemples
- φορολογικές απαλλαγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSteuererleichterungenπληθυντικός | Plural pl
- φορολογικές ελαφρύνσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSteuervergünstigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φορολογική απαλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich fSteuerbefreiungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples