„άκρη“: θηλυκό άκρη [ˈakri]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ende, Rand, Kante, Spitze, Zipfel Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich n άκρη τέλος άκρη τέλος Randαρσενικό | Maskulinum, männlich m άκρη επιφάνειας, αντικειμένου άκρη επιφάνειας, αντικειμένου Kanteθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη κρεββατιού άκρη κρεββατιού Spitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη μύτη Zipfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m άκρη μύτη άκρη μύτη exemples βάζω στην άκρη auf die Seite legen βάζω στην άκρη βάζω στην άκρη beiseite legen βάζω στην άκρη κάνω στην άκρη zur Seite treten κάνω στην άκρη δεν βγάζω άκρη μαζί της οικείο | umgangssprachlichοικ ich werde aus ihr nicht klug δεν βγάζω άκρη μαζί της οικείο | umgangssprachlichοικ άκρη δρόμου Straßenrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m άκρη δρόμου άκρη ουράς Schwanzspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη ουράς άκρη σπαραγγιού Spargelspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη σπαραγγιού άκρη της γλώσσας Zungenspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη της γλώσσας άκρη της μύτης Nasenspitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f άκρη της μύτης άκρη της πόλης Stadtrand άκρη της πόλης άκρη του κρεβατιού Bettkanteθηλυκό | Femininum, weiblich f Bettrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m άκρη του κρεβατιού άκρη του ματιού Augenwinkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m άκρη του ματιού άκρη του τραπεζιού Tischendeουδέτερο | Neutrum, sächlich n άκρη του τραπεζιού masquer les exemplesmontrer plus d’exemples