Traduction Grec-Allemand de "γλώσσα"

"γλώσσα" - traduction Allemand

γλώσσα
[ˈɣlosa]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Zungeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γλώσσα στο στόμα
    γλώσσα στο στόμα
  • Spracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γλώσσα που μιλάμε
    γλώσσα που μιλάμε
  • Seezungeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γλώσσα ψάρι
    γλώσσα ψάρι
  • Lascheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γλώσσα στο παπούτσι
    γλώσσα στο παπούτσι
exemples
  • μητρική γλώσσα
    Mutterspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μητρική γλώσσα
  • ξένη γλώσσα
    Fremdspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ξένη γλώσσα
  • νοηματική γλώσσα
    Gebärdenspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    νοηματική γλώσσα
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
επίσημη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Amtsspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
επίσημη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μαλλιάζει η γλώσσα μου οικείο | umgangssprachlichοικ
sich den Mund fuss(e)lig reden
μαλλιάζει η γλώσσα μου οικείο | umgangssprachlichοικ
γερμανική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
deutsche Spracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
γερμανική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
σύγχρονη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gegenwartsspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
σύγχρονη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξένη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Fremdspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξένη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
νοηματική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zeichenspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gebärdenspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
νοηματική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μια γλώσσα δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη
eine Sprache lernt man nicht von heute auf morgen
μια γλώσσα δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη
όταν μετά τον ρωτάει κάποιος, καταπίνει ξαφνικά τη γλώσσα του οικείο | umgangssprachlichοικ
wenn man ihn danach fragt, ist er nicht ansprechbar
όταν μετά τον ρωτάει κάποιος, καταπίνει ξαφνικά τη γλώσσα του οικείο | umgangssprachlichοικ
μοσχαρίσια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rinderzungeθηλυκό | Femininum, weiblich f
μοσχαρίσια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
λόγια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hochspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
λόγια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
όταν μετά τον ρωτάει κάποιος, καταπίνει ξαφνικά τη γλώσσα του οικείο | umgangssprachlichοικ
…, geht bei ihm die Klappe runter
όταν μετά τον ρωτάει κάποιος, καταπίνει ξαφνικά τη γλώσσα του οικείο | umgangssprachlichοικ
διεθνής γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Weltspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
διεθνής γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
φιλί με γλώσσα
Zungenkussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
φιλί με γλώσσα
ελληνική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Griechischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ελληνική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπολογιστική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Computerspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπολογιστική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μητρική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mutterspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
μητρική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :