ansprechbar
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ευπροσήγοροςansprechbaransprechbar
exemples
- er ist nicht ansprechbar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigδε μιλιέται
- er ist nicht ansprechbar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ist in einer Besprechungδεν είναι διαθέσιμος