„Vorwurf“: Maskulinum, männlich VorwurfMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κατηγορία, επίκριση κατηγορίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Vorwurf επίκρισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Vorwurf Vorwurf exemples jemandem Vorwürfe machen wegen etwas+Dativ | +δοτική +dat αποδίδω σε κάποιον ευθύνες για κάτι jemandem Vorwürfe machen wegen etwas+Dativ | +δοτική +dat