κατηγορία
[katiɣoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Beschuldigungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία μομφήSchuldzuweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία μομφήκατηγορία μομφή
- Anklageθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία νομικός όρος | Rechtswesenνομκατηγορία νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Kategorieθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία σύνολο από όμοια πράγματαKlasseθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία σύνολο από όμοια πράγματακατηγορία σύνολο από όμοια πράγματα
- Leistungsklasseθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία αθλητισμός | Sportαθλκατηγορία αθλητισμός | Sportαθλ
- Ligaθηλυκό | Femininum, weiblich fκατηγορία ποδόσφαιροκατηγορία ποδόσφαιρο
exemples
- κατηγορία ανθρωποκτονίαςMordanklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κατηγορία βαρέων βαρώνSchwergewichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κατηγορία βαρών αθλητισμός | SportαθλGewichtsklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples