Traduction Grec-Allemand de "κατηγορία"

"κατηγορία" - traduction Allemand

κατηγορία
[katiɣoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Beschuldigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία μομφή
    Schuldzuweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία μομφή
    κατηγορία μομφή
  • Anklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία νομικός όρος | Rechtswesenνομ
    κατηγορία νομικός όρος | Rechtswesenνομ
  • Kategorieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία σύνολο από όμοια πράγματα
    Klasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία σύνολο από όμοια πράγματα
    κατηγορία σύνολο από όμοια πράγματα
  • Leistungsklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία αθλητισμός | Sportαθλ
    κατηγορία αθλητισμός | Sportαθλ
  • Ligaθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία ποδόσφαιρο
    κατηγορία ποδόσφαιρο
exemples
  • κατηγορία ανθρωποκτονίας
    Mordanklageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία ανθρωποκτονίας
  • κατηγορία βαρέων βαρών
    Schwergewichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κατηγορία βαρέων βαρών
  • κατηγορία βαρών αθλητισμός | Sportαθλ
    Gewichtsklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατηγορία βαρών αθλητισμός | Sportαθλ
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
πρώτη ποδοσφαιρική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bundesligaθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρώτη ποδοσφαιρική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εγείρω κατηγορία εναντίον κάποιον
Anklage gegen jemanden erheben
εγείρω κατηγορία εναντίον κάποιον
εισοδηματική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einkommensklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
εισοδηματική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλικιακή κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Altersgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλικιακή κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μισθολογική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lohngruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Tarifgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
μισθολογική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανακαλώ την κατηγορία
ανακαλώ την κατηγορία
ηλικιακή κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Altersstufeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλικιακή κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
τοπική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bezirksklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
τοπική κατηγορίαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :