Belastung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- επιβάρυνσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBelastungBelastung
- βάροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBelastungBelastung
- χρέωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBelastung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHBelastung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- ρύπανσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του περιβάλλοντοςBelastung UmweltbelastungBelastung Umweltbelastung