Schlag
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Schläge>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κτύπημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchlagSchlag
- κτύποςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSchlag HerzschlagSchlag Herzschlag
- πλήγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchlag in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigκτύπημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchlag in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigSchlag in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig