Prüfung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εξέτασηFemininum, weiblich | θηλυκό fPrüfung ExamenεξετάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplPrüfung ExamenPrüfung Examen
- διαγώνισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPrüfung TestPrüfung Test
- έλεγχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPrüfung UntersuchungPrüfung Untersuchung
- δοκιμασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fPrüfung LeidPrüfung Leid
exemples
- mündliche/schriftliche PrüfungenπροφορικάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl/γραπτάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl
- an einer Prüfung teilnehmenδίνω εξετάσεις
-