„διαγώνισμα“: ουδέτερο διαγώνισμα [ðiaˈɣonizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Test, Examen, Prüfung Testαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαγώνισμα διαγώνισμα Examenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαγώνισμα εξέταση Prüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαγώνισμα εξέταση διαγώνισμα εξέταση