Berg
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- er ist über den Berg in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgδιέφυγε τον κίνδυνο
-
- sie hält mit ihrer Meinungmeist | συνήθως meist hinterm Berg umgangssprachlich | οικείοumgκρατάει την άποψή της για τον εαυτό της