„βουνό“: ουδέτερο βουνό [vuˈno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Berg, Gebirge Bergαρσενικό | Maskulinum, männlich m βουνό Gebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich n βουνό βουνό exemples στο βουνό im Gebirge στο βουνό στο βουνό ins Gebirge στο βουνό έχω τύχη βουνό ein Riesenglück haben έχω τύχη βουνό βουνό από χρέη Schuldenbergαρσενικό | Maskulinum, männlich m βουνό από χρέη masquer les exemplesmontrer plus d’exemples