χορός
[xoˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Tanzαρσενικό | Maskulinum, männlich mχορόςχορός
- Ballαρσενικό | Maskulinum, männlich mχορός χοροεσπερίδαχορός χοροεσπερίδα
- Chorαρσενικό | Maskulinum, männlich mχορός σε αρχαίο ελληνικό δράμα, εκκλησίαχορός σε αρχαίο ελληνικό δράμα, εκκλησία
exemples
-
- σχολήθηλυκό | Femininum, weiblich f χορούTanzschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples