τύπος
[ˈtipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Presseθηλυκό | Femininum, weiblich fτύπος εφημερίδεςτύπος εφημερίδες
- τύπος είδος
- Typαρσενικό | Maskulinum, männlich mτύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφKerlαρσενικό | Maskulinum, männlich mτύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Formelθηλυκό | Femininum, weiblich fτύπος χημεία | Chemieχημ μαθηματικά | Mathematikμαθτύπος χημεία | Chemieχημ μαθηματικά | Mathematikμαθ
exemples
- τύποιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplFormalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τύπος αυτοκινήτουWagentypαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples