Art
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- τρόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό mArt WeiseArt Weise
- είδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nArt Sorte Biologie | βιολογίαBIOLArt Sorte Biologie | βιολογίαBIOL
- τύποςMaskulinum, männlich | αρσενικό mArt TypArt Typ
exemples
-
- aus der Art schlagenείμαι διαφορετικός από την οικογένειά μου
- das ist eigentlich nicht seine Artδεν είναι χαρακτηριστικό του