ένωση
[ˈenosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verbindungθηλυκό | Femininum, weiblich fένωση σύνδεση, κ. χημεία | Chemieχημένωση σύνδεση, κ. χημεία | Chemieχημ
- Vereinigungθηλυκό | Femininum, weiblich fένωση ενοποίησηένωση ενοποίηση
- Verbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mένωση οργάνωσηένωση οργάνωση
- Unionθηλυκό | Femininum, weiblich fένωση πολιτική | Politikπολιτένωση πολιτική | Politikπολιτ
exemples
- ένωση αγροτώνBauernverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ένωση νέωνJugendverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ένωση ξενώνων νεότηταςJugendherbergsverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m