τελειώνω
[teliˈono, teˈʎono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είωσα; -ειωμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beenden, fertigstellen, abschließenτελειώνω φέρνω σε τέλοςτελειώνω φέρνω σε τέλος
- schließenτελειώνω ομιλία, συζήτησητελειώνω ομιλία, συζήτηση
- vollendenτελειώνω ολοκληρώνωτελειώνω ολοκληρώνω
- aufbrauchenτελειώνω εξαντλώτελειώνω εξαντλώ
- absolvierenτελειώνω σχολήτελειώνω σχολή
τελειώνω
[teliˈono, teˈʎono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είωσα; -ειωμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fertig werdenτελειώνω περατώνομαιτελειώνω περατώνομαι
- τελειώνω φτάνω στο τέλος
- ausgehenτελειώνω βενζίνη, χρήματατελειώνω βενζίνη, χρήματα
- enden (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)τελειώνω γραμματική | Grammatikγραμμ καταλήγωτελειώνω γραμματική | Grammatikγραμμ καταλήγω
- aufhörenτελειώνω σταματώτελειώνω σταματώ
exemples