ομαδικός
[omaðiˈkos], ομαδική, ομαδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gruppen-ομαδικόςομαδικός
- kollektiv, gemeinschaftlichομαδικός συλλογικόςομαδικός συλλογικός
exemples
- ομαδική ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich fGruppenversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- ομαδική θεραπείαθηλυκό | Femininum, weiblich fGruppentherapieθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples