φωτογραφία
[fotoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fotografieθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτογραφία τέχνηφωτογραφία τέχνη
- Fotografieθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτογραφία εικόναFotoουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωτογραφία εικόναφωτογραφία εικόνα
- Abbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτογραφία περιοδικούBildουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωτογραφία περιοδικούφωτογραφία περιοδικού
- Lichtbildουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωτογραφία διαβατηρίουφωτογραφία διαβατηρίου
exemples
- Fotos machen, fotografieren
- φωτογραφία αναζήτησηςFahndungsfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φωτογραφία αρχείουArchivbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples