μηχανικός
[mixaniˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μηχανική, μηχανικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- maschinellμηχανικόςμηχανικός
- mechanischμηχανικός κινήσεις μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμηχανικός κινήσεις μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- Maschinenschadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Maschinenarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μηχανική λειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMaschinenantriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
μηχανικός
[mixaniˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμηχανικόςμηχανικός
- Mechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμηχανικός τεχνίτηςμηχανικός τεχνίτης
exemples
- μηχανικός ακριβείαςFeinmechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μηχανικός αυτοκινήτωνAutomechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μηχανικός διαστημικών συστημάτωνRaumfahrtingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples