ιπτάμενος
[ipˈtamenos], ιπτάμενη, ιπτάμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fliegendιπτάμενοςιπτάμενος
exemples
- ιπτάμενος μηχανικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBordingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich mBordmechanikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ιπτάμενος σκίουροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFlughörnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n