„λόγω“: πρόθεση λόγω [ˈloɣo]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+γενική | +Genitiv+gen> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) wegen, aufgrund wegen (+γενική | +Genitiv+gen) λόγω aufgrund (+γενική | +Genitiv+gen) λόγω λόγω exemples λόγω του ότι … dadurch, dass … λόγω του ότι … λόγω υγείας aus gesundheitlichen Gründen λόγω υγείας λόγω θανάτου wegen Sterbefall λόγω θανάτου λόγω τιμής! mein Ehrenwort! λόγω τιμής! masquer les exemplesmontrer plus d’exemples