απροσεξία
[aproseˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unaufmerksamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπροσεξία όταν δεν προσέχει κανείςαπροσεξία όταν δεν προσέχει κανείς
- Unachtsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπροσεξία απερισκεψίαUnvorsichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπροσεξία απερισκεψίααπροσεξία απερισκεψία