„καλύτερος“ καλύτερος [kaˈliteros], καλύτερη, καλύτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bessere bessere(r, s) καλύτερος καλύτερος exemples (ο) καλύτερος (der) beste (ο) καλύτερος η καλύτερή μου φίλη meine beste Freundin η καλύτερή μου φίλη τόσο το καλύτερο umso besser τόσο το καλύτερο στην καλύτερη περίπτωση bestenfalls στην καλύτερη περίπτωση δεν είμαι και στα καλύτερά μου ich bin nicht ganz auf der Höhe δεν είμαι και στα καλύτερά μου καλύτερη επίδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ Bestleistungθηλυκό | Femininum, weiblich f καλύτερη επίδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | Sportαθλ καλύτερη επίδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνική | Technikτεχν Bestwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλύτερη επίδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνική | Technikτεχν καλύτερος από όλους allerbeste(r, s) καλύτερος από όλους καλύτερος δυνατός bestmöglich καλύτερος δυνατός καλύτερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | Sportαθλ Bestzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f καλύτερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | Sportαθλ masquer les exemplesmontrer plus d’exemples