κίνηση
[ˈkjinisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bewegungθηλυκό | Femininum, weiblich fκίνηση ενέργεια, του σώματοςκίνηση ενέργεια, του σώματος
- Ruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση απότομηκίνηση απότομη
- Gesteθηλυκό | Femininum, weiblich fκίνηση χειρονομία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκίνηση χειρονομία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Betriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση εμπόριο | Handelεμπκίνηση εμπόριο | Handelεμπ
- (Auto-)Verkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση κυκλοφορία αυτοκινήτωνκίνηση κυκλοφορία αυτοκινήτων
- Betriebsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκίνηση στην αγορά, στα μαγαζιάreges Treibenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκίνηση στην αγορά, στα μαγαζιάκίνηση στην αγορά, στα μαγαζιά
- Schrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση βήμα μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφZugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση βήμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκίνηση βήμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Zugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκίνηση στο σκάκικίνηση στο σκάκι
exemples
-
- με μια κίνησηmit einem Ruck
- κίνηση επιστροφήςRückreiseverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples