εσφαλμένος
[esfalˈmenos], εσφαλμένη, εσφαλμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- falschεσφαλμένοςεσφαλμένος
exemples
- εσφαλμένη εκτίμησηθηλυκό | Femininum, weiblich fFehleinschätzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- εσφαλμένος συναγερμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFehlalarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples