εκτύπωση
[ekˈtiposi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Prägenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεκτύπωση κ. νομίσματοςεκτύπωση κ. νομίσματος
- Druckαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκτύπωση βιβλίουεκτύπωση βιβλίου
- Ausdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκτύπωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεκτύπωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- εκτύπωση όφσετOffsetdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m