υπολογισμός
[ipolojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kalkulationθηλυκό | Femininum, weiblich fυπολογισμός μαθηματικά | Mathematikμαθυπολογισμός μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Berechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπολογισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφυπολογισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- υπολογισμός με το μυαλόKopfrechnenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- υπολογισμός ποσοστούProzentrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich f