„επόμενος“ επόμενος [eˈpomenos], επόμενη, επόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) folgende, nächste, nächste (darauf) folgende(r, s), nächste(r, s) επόμενος επόμενος nächste(r, s) επόμενος ο πιο κοντινός επόμενος ο πιο κοντινός exemples την επόμενη φορά das nächste Mal την επόμενη φορά την επόμενη εβδομάδα nächste Woche την επόμενη εβδομάδα την επόμενη μέρα am nächsten Tag, amTag darauf την επόμενη μέρα είναι επόμενο es ist zu erwarten (να dass) είναι επόμενο επόμενος ενοικιαστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Nachmieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m επόμενος ενοικιαστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m επόμενος πιθανός nächstmöglich επόμενος πιθανός ο επόμενος! der Nächste, bitte! ο επόμενος! masquer les exemplesmontrer plus d’exemples