„εβδομάδα“: θηλυκό εβδομάδα [evðoˈmaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Woche Wocheθηλυκό | Femininum, weiblich f εβδομάδα εβδομάδα exemples την επόμενη εβδομάδα nächste Woche την επόμενη εβδομάδα την περασμένη εβδομάδα letzte Woche την περασμένη εβδομάδα Μεγάλη Εβδομάδα Karwocheθηλυκό | Femininum, weiblich f Μεγάλη Εβδομάδα εβδομάδα εγκυμοσύνης Schwangerschaftswocheθηλυκό | Femininum, weiblich f εβδομάδα εγκυμοσύνης εβδομάδα εργασίας Arbeitswocheθηλυκό | Femininum, weiblich f εβδομάδα εργασίας εβδομάδα της Πεντηκοστής Pfingstwocheθηλυκό | Femininum, weiblich f εβδομάδα της Πεντηκοστής masquer les exemplesmontrer plus d’exemples