επιχείρηση
[epiˈçirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Operationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιχείρηση ενέργειαεπιχείρηση ενέργεια
- Unternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιχείρηση εταιρείαFirmaθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιχείρηση εταιρείαGeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιχείρηση εταιρείαεπιχείρηση εταιρεία
exemples
- επιχείρηση ανέλκυσηςBergungsaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιχείρηση διάσωσηςBergungsaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιχείρηση εύρεσης προσωρινής εργασίαςZeitarbeitsfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples