επικίνδυνος
[epiˈkjinðinos], επικίνδυνη, επικίνδυνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gefährlich, riskantεπικίνδυνοςεπικίνδυνος
exemples
- επικίνδυνα απόβληταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSondermüllαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επικίνδυνη εγκληματίαςθηλυκό | Femininum, weiblich fSchwerverbrecherinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επικίνδυνη ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fGefahrenzoneθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples