ασφάλεια
[aˈsfalia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sicherheitθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλειαSchutzαρσενικό | Maskulinum, männlich mασφάλειαασφάλεια
- Geborgenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλεια σιγουριάασφάλεια σιγουριά
- Sicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλεια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρασφάλεια ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Versicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλεια ασφάλισηασφάλεια ασφάλιση
- Garantieθηλυκό | Femininum, weiblich fασφάλεια εγγύησηασφάλεια εγγύηση
exemples
- με ασφάλεια
- νομική ασφάλειαRechtsschutzversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασφάλεια αυτοκινήτουKfz-Versicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples